- πορσελάνινος
- -η, -οο κατασκευασμένος από πορσελάνη: Τσαγιέρα πορσελάνινη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πορσελάνινος — η, ο, Ν [πορσελάνη] κατασκευασμένος από πορσελάνη … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
φαρφουρένιος, -ια, -ιο — ο κατασκευασμένος από φαρφουρί (βλ. λ.), από λεπτή πορσελάνη, ο πορσελάνινος: Φαρφουρένιο βάζο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)